- μικρομελής
- -ές (Α μικρομελής, -ές)αυτός που έχει δυσανάλογα μικρά μέλη, κυρίως άνω και κάτω άκρα, σε σχέση με τον υπόλοιπο κορμό, αυτός που πάσχει από μικρομελία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + -μελής (< μέλος), πρβλ. αρτι-μελής].
Dictionary of Greek. 2013.